- ονυχοκόμος
- ο, ηαισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών, μανικιουρίστας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ονυχοκόμος (< όνυχας [Ι] + -κόμος < κομῶ «φροντίζω»)αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. manicuriste (βλ. λ. μανικιούρ)].
Dictionary of Greek. 2013.